συνηγορήσει

συνηγορήσει
συνηγορέω
plead in court
aor subj act 3rd sg (epic)
συνηγορέω
plead in court
fut ind mid 2nd sg
συνηγορέω
plead in court
fut ind act 3rd sg
συνηγορέω
plead in court
aor subj act 3rd sg (epic)
συνηγορέω
plead in court
fut ind mid 2nd sg
συνηγορέω
plead in court
fut ind act 3rd sg
συνηγορέω
plead in court
futperf ind mp 2nd sg
συνηγορέω
plead in court
futperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείδες — I Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τη δωρική παράδοση, οι Η. κυρίευσαν και αποίκισαν την Πελοπόννησο. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρακλή, διώχθηκαν από τον Ευρυσθέα και κατέφυγαν αρχικά στον βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκο, και… …   Dictionary of Greek

  • Πύρασος — Αρχαία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, στην περιοχή του σημερινού νομού Μαγνησίας, κοντά στη Νέα Αγχίαλο, πάνω στην εθνική οδό Αθήνας Βόλου. Η αρχαιότερη πληροφορία για την Π. προέρχεται από τον Όμηρο, ο οποίος την αναφέρει στον κατάλογο των καραβιών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”